-
1 ἰσο-νομικός
ἰσο-νομικός, ή, όν, zur Isonomie gehörig, βίον ἰσονομικοῦ τινος ἀνδρός, d. i. eines freien Bürgers einer Demokratie, Plat. Rep. VIII, 561 e.
-
2 ἰσονομικός
ἰσο-νομικός, ή, όν, zur Isonomie gehörig, βίον ἰσονομικοῦ τινος ἀνδρός, d. i. eines freien Bürgers einer Demokratie
См. также в других словарях:
ισονομικός — ἰσονομικός, ή, όν (Α) [ισονομία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισονομία 2. αυτός που ζει σε ισονομία, ο αφοσιωμένος στην ισονομία («διελήλυθας βίον ἰσονομικοῡ τινος ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek